ἐλαφρύνει

ἐλαφρύνει
ἐλαφρύ̱νει , ἐλαφρύνω
make light
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐλαφρύ̱νει , ἐλαφρύνω
make light
pres ind mp 2nd sg
ἐλαφρύ̱νει , ἐλαφρύνω
make light
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανακουφιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ανακούφιση, που ανακουφίζει, που ελαφρύνει 2. καθησυχαστικός, καταπραϋντικός, παρηγορητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερο λόγιο, σύνθετο < ανακουφίζω] …   Dictionary of Greek

  • κουφιστικός — κουφιστικός, ή, όν (Α) [κουφίζω (II)] αυτός που ελαφρύνει από κάτι, ανακουφιστικός («κουφιστικὸς τῶν ἐπαχθῶν», Ιεροκλ.) …   Dictionary of Greek

  • σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρόνικος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός του 5ου αι. π.Χ. 2. Τραγικός υποκριτής (4ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος του Δημοσθένη στην τέχνη της απαγγελίας. 3. Α. ο Ολύνθιος (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος σε όλη την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Βλαδιμιρέσκου, Τεοντόρ — (Theodore Vladimirescu, ; – 1821). Ρουμάνος στρατιωτικός, με συμμετοχή στο κίνημα της Μολδοβλαχίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μεχωνδίσιο της Μικρής Βλαχίας. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπηρέτησε τους Ρώσους ως αρχηγός εθελοντικού σώματος (1806). Γι’ αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γύλιππος — (450 π.Χ. – ;).Σπαρτιάτης στρατηγός. Ήταν γιος του Κλεανδρίδα και συμμετείχε στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Οι συμπατριώτες του, γνωρίζοντας το θάρρος του, τον έστειλαν με επικουρικά στρατεύματα να βοηθήσει τους Συρακούσιους, έπειτα από υπόδειξη του …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αγρινίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αγρινίου χτίστηκε με δωρεά των αδελφών Παπαστράτου στη νοτιοανατολική γωνία του Παπαστράτειου πάρκου και εγκαινιάστηκε το 1969 (Διαμαντή 1, Αγρίνιο). Αποτελείται από δύο αίθουσες κι ένα μικρό προθάλαμο, όπου εκτίθενται… …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”